Το σκάκι είναι συναρπαστικό παιγνίδι και έχουν γραφτεί ποιήματα γι' αυτό.
Με ευκαιρία μια σημερινή ανάρτηση του Χρήστου Πιλάλη στην Εφημερίδα των Συντακτών, παραθέτω μερικά ποιήματα.
Κωνσταντίνος Καβάφης, (από την συλλογή "Κρυμμένα Ποιήματα"),
Το Πιόνι
Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Αλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη.
Μανόλης Αναγνωστάκης, (από την συλλογή "Μ. Α. Ποιήματα")
Το Σκάκι
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, (Μετ. Δημ. Καλοκύρης)
Το Σκάκι
Ασθενικός βασιλιάς, λοξός αξιωματικός, φρενιασμένη
βασίλισσα, πύργος ευθύς, πολυμήχανος στρατιώτης
απάνω στην ασπρόμαυρη πορεία
ψάχνει ο ένας τον άλλο και συγκρούονται σ’ επίμονη μάχη.
Δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι
του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα,
δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια
ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους.
Αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος
(η έκφραση είναι του Ομάρ) μιας άλλης σκακιέρας
με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες.
Ο Θεός κινάει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από το Θεό, κινάει το νήμα
της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;
Νάσος Βαγενάς, (από τη συλλογή "Πεδίον Άρεως", 1982)
Παρτίδα
Πώς να σε κερδίσω;
Με παίζεις όπως θέλεις. Και μου παίρνεις
έναν-έναν τους στρατιώτες. Μου κυκλώνεις
τους πύργους. Τ' άλογά μου έχουν τρομάξει
και τριγυρνούν εδώ κι εκεί χαμένα.
Μα πώς να σε κερδίσω; Που ακόμα
κι αυτή η βασίλισσά μου ξεπορτίζει.
Και με προδίνει αδιάκοπα μέσα στα χόρτα
με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς σου.
Νικόλαος Καλαμάρης, (από την συλλογή "Οδός Νικήτα Ράντου", 1977)
Σκάκι
Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σ’ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.
Χλόη Κουτσουμπέλη, (από την συλλογή "Η αλεπού και ο κόκκινος χορός", 2009)
Παρτίδα σκάκι
Καθίσαμε απέναντι.
Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.
Τα δικά του σίδερο και χώμα.
Αυτός είχε τα μαύρα.
Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του
επιτέθηκαν με ορμή
ενώ η βασίλισσά μου
ξεντυνόταν στο σκοτάδι.
Ήταν καλός αντίπαλος,
προέβλεπε κάθε μου κίνηση
πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ
κι εγώ παρόλα αυτά την έκανα,
με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού
που βαδίζει στον χαμό του.
Στο τέλος τέλος ίσως με γοήτευε
το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες
τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,
τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο
πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε
βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής
και πως αιχμαλώτισε εκείνη την βασίλισσα από νεραϊδοκλωστή
που τόσο της άρεσε να διαφεύγει
με πειρατικά καράβια
στις χώρες του ποτέ.
Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.
Άλλωστε γι αυτό έπαιξα μαζί του.
Γιατί, έστω και μία φορά, μες στη ζωή
αξίζει κανείς να παίζει για να χάσει.
Κατερίνα Καριζώνη, (Από τη συλλογή "Σκοτεινός χρόνος", 2017)
Στο σκάκι
Στο σκάκι έχανα πάντα
ποτέ κανένα πιόνι μου δεν έγινε βασίλισσα.
Τη δική μου βασίλισσα
τη μάζευα μαχαιρωμένη απ’ τη σκακιέρα
με τις μακριές μαύρες δαντέλες της
να στάζουν αίμα
και τον γερμένο πύργο της να φλέγεται
στο βάθος των ωραίων της ματιών.
Μου έλεγε κάθε φορά πριν ξεψυχήσει
ότι κανένα παιχνίδι δεν κερδίζεται πραγματικά
ότι δεν είναι ζήτημα στρατηγικής αλλά πάθους
πως οι μοναδικές σωστές κινήσεις μας
είναι τα λάθη μας, και άλλα πολλά...
Στην Ινδία το σκάκι το έπαιζαν κάποτε με ζωντανούς
–τους ηττημένους τούς θανάτωναν αλύπητα–
εμείς το παίζουμε κρυφά κάτω απ’ τις λέξεις
εκεί που οι σκάλες δεν σταματούν ποτέ
εκεί που τα πιόνια χτυπούν πισώπλατα
χωρίς κανόνες.
1 σχόλιο:
Ήταν όλα ωραία, και είναι θαυμαστός ο τρόπος που το σκάκι επιρεάζει τις τέχνες.
Δημοσίευση σχολίου